- ἐπήρατος
- ἐπήρατοςlovelymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επήρατος — ἐπήρατος, ον (Α) 1. (για πράγμ.) ευχάριστος («δαιτὸς ἐπηράτου», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερατός (ρηματ. επίθ. τού ερώ «αγαπώ»), το η τού τ. λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
Ἐπήρατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηράτοις — Ἐπήρατος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηράτοις — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηράτου — Ἐπήρατος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηράτου — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηράτων — Ἐπήρατος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηράτων — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηράτῳ — Ἐπήρατος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηράτῳ — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)